-
1 κοινωνία
κοινωνία, ἡ, Theilnahme, Gemeinschaft, Umgang; μαλϑακαί Pind. P. 1, 97, λυγραὶ τῶνδ' ὅπλων κοινωνίαι Eur. Herc. F. 1377; τίς ϑαλάσσης βουκόλοις κοινωνία; I. T. 254; τίς δαὶ κατόπτρου καὶ ξίφους κοινωνία; Ar. Th. 147; πρὸς ἀλλήλους Plat. Conv. 188 c; ἡδονῆς τε καὶ λύπης Rep. V, 462 b; καὶ σύμμιξις τῶν γάμων Legg. VI, 721 a; καὶ ὁμιλίαι IX, 861 e; Folgde. Vom ehelichen Umgange, Eur. Bacch. 1277; γυναικὸς λαμβάνειν κοινωνίαν Amphis bei Ath. III, 69 c; Sp.
-
2 συν-άρτησις
συν-άρτησις, ἡ, das Mitverknüpfen, der Zusammenhang, καὶ κοινωνία S. Emp. adv. log. 2, 430.
-
3 σύμ-μιξις
σύμ-μιξις, εως, ἡ, Mischung, Vermischung, Umgang, Verbindung; γάμων σύμ. καὶ κοινωνία, Plat. Legg. IV, 721 a, ἡ σύμ. τούτων πρὸς ἄλληλα, Phil. 23 d, wie δέξασϑαι ξύμμιξιν πρὸς ἀλλήλας, Polit. 309 b. auch von fleischlicher Vermischung, Legg. VIII 839 a.
-
4 ἀνά-κρᾱσις
ἀνά-κρᾱσις, ἡ, die Vermischung, καὶ κοινωνία, Plut. Alex. 47.
-
5 σύμ-βολον
σύμ-βολον, τό, ein Zeichen, aus dem man Etwas schließt, woran man Etwas erkennt, Kennzeichen, Merkmal; σύμβολον πιστὸν ἀμφὶ πράξιος ἐσσομένας, Pind. Ol. 12, 7; σύμβολον ποιουμένη, Archil. 24; ἔχοντες σύμβολον σαφὲς λύπης, Soph. Phil. 401, vgl. O. R. 221; φυλάσσω λαμπάδος τὸ σύμβολον, Aesch. Ag. 8; neben τέκμαρ, 306; dah. auch Vogelzeichen, 142; εἰς ξύμβολ' ἐλϑόντες, Eur. Hel. 298; σύμβολον ἔχω σαφές, Rhes. 220; συμβόλοισι τοῖς σοῖς πέπεισμαι ϑυμόν, El. 577; Xen. Cyr. 6, 1, 46, vgl. Mem. 1, 1, 3, οἰωνοῖς τε χρῶνται καὶ φήμαις καὶ συμβόλοις (s. auch σύμβολος). – Uebh. Marke, tessera, wie in Athen z. B. die Richter in ihren Gerichtshöfen bekamen, Dem. 18, 210; vgl. Boeckh's Staatshaush. I p. 253; worauf Ar. Plut. 276 anspielt: ὁ δὲ Χάρων τὸ ξύμβολον δίδωσι, vgl. Schol.; od. in den Volksversammlungen, nach Ar. Eccl. 296; auch eine Art Aufenthaltskarte für die einpassirenden Fremden, vgl. Av. 1202 ff.; – ferner sind τὰ σύμβολα nach Harpocr. αἱ συνϑῆκαι, ἃς ἂν αἱ πόλεις ἀλλήλαις ϑέμεναι τάττωσι τοῖς πολίταις ὥςτε διδόναι καὶ λαμβάνειν τὰ δίκαια, eine Art Handelstractat, daß bei Handelsstreitigkeiten jeder Beklagte in seinem Staate u. nach seinen Gesetzen gerichtet werden sollte; eine solche Verbindung hieß ἡ ἀπὸ συμβόλων κοινωνία, eine solche Verbindung eingehen ἀπὸ συμβόλων κοινωνεῖν, vgl. Arist. pol. 3, 1, u. die dabei vorkommenden Streitigkeiten αἱ ἀπὸ συμβόλων δίκαι, s. Boeckh's Staatshaush. I p. 54. 434 u. vgl. Antiph. 5, 78; ὅτι συμβόλων οὐδὲν δέονται Μακεδόνες πρὸς Ἀϑηναίους, Dem. 7, 11, vgl. §. 9. 21. 173; ἀπὸ συμβόλων δικάζειν, solche Processe schlichten. – Unter Privatpersonen das Zeichen der Gastfreundschaft, die tessera hospitalitatis, welche in der Mitte durchgebrochen wurde, um sich durch Aneinanderpassen der Hälften wieder zu erkennen, worauf Plat. Conv. 191 d geht : ἕκαστος ἡμῶν ἐστιν ἀνϑρώπου ξύμβολον, u. ζητεῖ δὴ ἀεὶ τὸ αὑτοῦ ἕκαστος ξύμβολον, jeder sucht seine Hälfte. – Bei einem Picknick gab Jeder, welcher daran Theil nehmen wollte, dem, der die Besorgung übernommen hatte, eine Marke, σύμβολον, u. entrichtete gegen Vorzeigung derselben am Ende der Mahlzeit seinen Antheil an der Zeche, s. συμβολή a. E.; daher übh. Beitrag, πρός τι, Plat. Ep. XIII, 362 d. – Uebh. Zeichen, ein verabredetes, sowohl mündliches Zeichen, = σύνϑημα, Parole, als andere, wie die Münze, Plat. Rep. II, 371 b; dah. auch das Handgeld, welches man bei einem Handel od. Contract darauf giebt, um den Contract zu sichern. – Bes. auch ein sinnliches Zeichen für einen Begriff, ein Symbol.
-
6 συν-αυλία
συν-αυλία, ἡ, das Zusammenflöten, nach Hesych., der Soph. frg. 79 anführt, ἡ ὑπὸ δυοῖν ἐπιτελουμένη αὔλησις; so Ar. Equ. 9: ἵνα ξυναυλίαν κλαύσωμεν, Οὐλύμπου νόμον, wo der Schol. zu vgl., der auch erkl. ξυναυλία λέγεται ὅταν κιϑάρα καὶ αὐλὸς συμφωνῇ, wie μονῳδιῶν τε καὶ συναυλιῶν ἀρχέτω Plat. Legg. VI, 765 b; bei Ath. XIV, 617 f ἡ αὐλῶν πρὸς λύραν κοινωνία; übertr., Einklang, Uebereinstimtnung, Gemeinschaft, ϑρήνου, πένϑους u. dgl., s. Jacobs Philostr. imagg. p. 275; – Ehestand, Arist. polit. 7, 16 (eigtl. das Zusammenwohnen, s. σύναυλος 2). – Auch συναυλία δορός, Speergemeinschaft, Zweikampf, Aesch. Spt. 821.
См. также в других словарях:
κοινωνία — Το σύνολο των ανθρώπων που συμβιώνουν σε έναν τόπο ή σε μία ιστορική περίοδο. Από κοινωνιολογική άποψη, η κ. ισοδυναμεί με την ύπαρξη ενός δικτύου δεσμών μεταξύ των ανθρώπων, το οποίο βασίζεται σε συνειδητά (και όχι ενστικτώδη) στοιχεία και σε… … Dictionary of Greek
κοινωνιά — Το σύνολο των ανθρώπων που συμβιώνουν σε έναν τόπο ή σε μία ιστορική περίοδο. Από κοινωνιολογική άποψη, η κ. ισοδυναμεί με την ύπαρξη ενός δικτύου δεσμών μεταξύ των ανθρώπων, το οποίο βασίζεται σε συνειδητά (και όχι ενστικτώδη) στοιχεία και σε… … Dictionary of Greek
Κοινωνία των Εθνών — Διεθνής οργανισμός που λειτούργησε κατά το πρώτο μισό του 20ού αι. και αποτέλεσε, κατά κάποιον τρόπο, τον πρόδρομο του ΟΗΕ. Η Κ.τ.Ε. ιδρύθηκε στο Παρίσι, στο πλαίσιο της συνθήκης των Βερσαλιών, με την οποία τερματίστηκε ο Α’ Παγκόσμιος πόλεμος.… … Dictionary of Greek
κοινωνία — η 1. σύνολο ομοειδών ζώων ή ανθρώπων: Αυτό συμβαίνει στις κοινωνίες των ζώων, όχι στις κοινωνίες των ανθρώπων. 2. το σύνολο των κατοίκων ορισμένης πόλης ή χώρας και ιδιαίτερα η καλή τάξη: Η Πάτρα έχει καλή κοινωνία. 3. επικοινωνία, συναναστροφή,… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Δίκαιο (Αρχαιότητα και Βυζάντιο) — ΤΟ ΑΡΧΑΙΟ ΔΙΚΑΙΟ Το ελληνικό δίκαιο συνδέεται με την εξέλιξη και την ακμή της πόλης στην αρχαιότητα. Οι πολιτειακές μεταβολές και κυρίως η γένεση, η άνθηση και η πορεία της δημοκρατίας στο χρόνο ορίζουν την έννοια, το εύρος, το περιεχόμενο και τα … Dictionary of Greek
Ελλάδα και Ευρωπαϊκή Ένωση — ΟΙ ΣΧΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΜΕ ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑ/ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ Η αφετηρία Η δημιουργία της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας το Μάρτιο του 1957, ύστερα από την υπογραφή της σχετικής συνθήκης στη Ρώμη από τη Γαλλία, την Ομοσπονδιακή… … Dictionary of Greek
Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή — (ΟΚΕ). Όργανο της Ευρωπαϊκής Ένωσης με συμβουλευτική αρμοδιότητα. Τα μέλη εκπροσωπούν τους διάφορους τομείς της οικονομικής, κοινωνικής και επαγγελματικής ζωής των κρατών μελών και διορίζονται για 4 έτη από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο με πρόταση των… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek